λογομαχία

λογομαχία
η (AM λογομαχία) [λογομαχώ]
ζωηρή διαφωνία, φιλονικία με λόγια, διαπληκτισμός, αντεγκλήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογομαχία — λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc/acc dual λογομαχίᾱ , λογομαχία war about words fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχίᾳ — λογομαχίαι , λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχία — η φιλονικία, διαμάχη με λόγια: Μετά τη λογομαχία τους πιάστηκαν και στα χέρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογομαχίας — λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem acc pl λογομαχίᾱς , λογομαχία war about words fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχίαι — λογομαχία war about words fem nom/voc pl λογομαχίᾱͅ , λογομαχία war about words fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχίαν — λογομαχίᾱν , λογομαχία war about words fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχίαις — λογομαχία war about words fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογομαχικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λογομαχία, αυτός που γίνεται με λογομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογομαχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1760 στον Γεώργιο Φατζέα] …   Dictionary of Greek

  • επεισόδιο — το (Α ἐπεισόδιον) 1. το διαλογικό μέρος τού αρχαίου δράματος μεταξύ δύο χορικών ασμάτων 2. γεγονός που παρεμβάλλεται στη συνέχεια, (η συνοχή ή την τάξη ενός συνόλου «ζωηρά επεισόδια στη διάρκεια τής τελετής» «ἐπεισόδια... οἷον νεῶν κατάλογος»,… …   Dictionary of Greek

  • ντέσπουτα — η (Μ ντέσπουτα και δίσπουτα) (διαλ.) 1. έντονη συζήτηση, λογομαχία για θέματα επιστημονικά ή φιλοσοφικά 2. δικανική αγόρευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. desputa < λατ. disputo «συζητώ έντονα». Ο τ. δίσπουτα < ιταλ. disputa «λογομαχία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”